ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Όπως κάθε ασθένεια έτσι και για τη ΧΑΠ θα πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή για να αντιμετωπιστεί. Αν ανατρέξουμε σε άλλες ενότητες που θα δούμε πως μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να παρασκευάσουμε ιάματα που στοχεύουν στην καταπολέμηση της ίδιας της νόσου ούτε έχουμε θεραπείες για τη θεραπεία της. Έχουμε καταφέρει ωστόσο να φτάσουμε σε ένα καλό επίπεδο με τον περιορισμό των συμπτωμάτων που προκαλεί την ίδια, χαρίζοντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής στους ασθενείς, εστιάζοντας στην επιλογή των καταλλήλων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν η διάγνωση της νόσου γίνει στα πρώτα στάδια της, μπορούμε μέσω της φαρμακευτικής αγωγής να αλλάξουμε ακόμη και τη φυσική πορεία της νόσου και να κάνουμε προβλέψεις για την εξέλιξη της.
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες φαρμάκων για τη νόσο ΧΑΠ που δεν θεραπεύεται αλλά αντιμετωπίζεται.

Εισπνεόμενα

-Β2 – Αδρενεργικοί αγωνιστές: Ανήκουν και αυτά στην κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών που στόχο έχουν την βελτίωση της αναπνοής μέσω της χαλάρωσης των μυών γύρω από την περιοχή των αεραγωγών. Για τη χορήγηση των συγκεκριμένων φαρμάκων απαιτείται συσκευή εισιτηρίων. Αποτελούν μαζί με τα αντιχολινεργικά τη βάση θεραπείας της ΧΑΠ, ενώ είναι πολύ χρήσιμοι και στο βρογχικό άσθμα (μέτρια έως βαριά στάδια). Στόχος τους η διαστολή των βρόγχων. Ενεργούν στους β2-αδρενεργικούς υποδοχείς των λείων μυϊκών ινών, με ελάχιστη έως ανύπαρκτη δράση στους β1-αδρενεργικούς υποδοχείς του μυοκαρδίου. Διακρίνονται σε SABA (βραχείας δράσης), LABA (12ωρης δράσης) και ultra-LABA (24ωρης δράσης). Στην κατηγορία των SABA ανήκει το γνωστό σε όλους μας Aerolin. Μπορεί ωστόσο να εμφανιστεί σοβαρή υποκαλιαιμία κατά τη θεραπεία, οπότε ο έλεγχος του καλίου, ενώ η υπεργλυκαιμική τους δράση μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος σε διαβητικούς. Μερικές από τις ενέργειες που προκαλούν είναι: αϋπνία, ανησυχία, τρόμος, νευρικότητα, κεφαλαλγία, ταχυπαλμία, κράμπες.

-Αντιχολινεργικά: Ανήκουν στην κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών και δρουν απευθείας στους αεραγωγούς βοηθώντας στη χαλάρωση των μυών γύρω από αυτούς. Η χορήγηση τους διαθέτει συσκευή εισπνοών. Το αποτέλεσμα της κεντρικής δράσης χαρακτηρίζεται από τη διέγερση του πνευμονογαστρικού και την αύξηση της αναπνοής. Ενεργούν αναστέλλοντας τη δράση της ακετυλοχολίνης με αποτέλεσμα να επέρχεται αποδυνάμωση των λείων μυϊκών ινών και διαστολής των βρόγχων. Η ακετυλοχολίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής/αγγελιοφόρος, μεταφέρει δηλαδή σήματα μεταξύ ορισμένων κυττάρων για να επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας του οργανισμού. Τα εν λόγω φάρμακα χορηγούνται μόνο με ιατρική ξεχωριστή συνταγή και φυσικά το κάθε ένα λειτουργεί, επομένως ο ιατρός μας είναι αυτός που θα μας συμβουλέψει ποιο από όλα ανταποκρίνεται καλύτερα στη δική μας περίπτωση.

Παραδείγματα αυτών των φαρμάκων:
-Κλιδίνιο(LIBRAX)
-Δικυκλομίνη
-Φεσοτεροδίνη(TOVIAZ)
-Γλυκοπυρρολάτη
-Φλαβοξάτη(URISPAS)
-Δαριφενασίνη(ENABLEX)
-Κυκλοπεντολάτη(CYCLOGYL)
-Ατροπίνη (ATROPEN)

-Εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή: Χρησιμοποιούνται συχνά σε συνδυασμό με μακράς δράσης βρογχοδιασταλτικά για περιπτώσεις ασθενών με πιο σοβαρές/βαριές μορφές ΧΑΠ ή εκείνους που εκδηλώνουν συχνές επιδείξεις/παροξύνσεις. Η Φλουτικαζόνη και η Βουδεζονίδη ανήκει σε αυτήν την κατηγορία φαρμάκων. Χαρακτηρίζονται ως αντιφλεγμονώδη και έχουν ισχυρή δράση ενώ το πλεονέκτημα τους σε σχέση με τα κορτικοειδή από του στόματος χρήση είναι ότι εμφανίζουν λιγότερες παρενέργειες. Κάποιες από τις ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλούνται από τη συστηματική χρήση τους είναι λοιμώξεις των αναπνευστικών οδών, οστεοπόρωση, αύξηση του κινδύνου γλαυκώματος, βράχιασμα της φωνής, υπερλειτουργία των επινεφριδίων ή καταστολή αυτών, καντιντίαση του στόματος, παράδοξος βρογχόσπασμος και, σπανίως, αντιδράσεις υπερευαισθησίας. , ευερεθιστότητα. Σε περίπτωση μακροχρόνιας χορήγησης σε παιδιά, ο τακτικός έλεγχος του ύψους κρίνεται αναγκαίος.

-Συνδυασμός εισπνεόμενων φαρμάκων: Σε πιο βαριές περιπτώσεις, και πάντα με τις οδηγίες των ειδικών, μπορεί να υπάρξει συνδυασμός στη φαρμακευτική θεραπεία. Ένας από τους συνδυασμούς που προτείνεται συχνά είναι αυτός ενός μακράς δράσης βρογχοδιασταλτικού με ένα εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές.

Μη εισπνεόμενα

-Αντιβιοτικά και Αντιϊκά: Αποτελούν συχνή λύση για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ΧΑΠ, πάντα με συνταγή γιατρού και τηρώντας αυστηρά το δοσολογικό πλαίσιο (κυρίως το ωράριο, π.χ. ανά 8ωρο ή 12ωρο). Τα αντιβιοτικά δεν αποτελούν λύση μακροχρόνιας αντιμετώπισης, δεν εντοπίζονται δηλαδή για σταθεροποιημένες καταστάσεις ασθενών, αλλά κυρίως για επιπλοκές και έντονες διακυμάνσεις στην υγεία τους (καταστάσεις παροξύνσεων).

-Αντιβηχικά: Τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην καταστολή του βήχα διακρίνονται σε ναρκωτικά και μη. Η γενική χρήση τους συνίσταται σε χρόνο μη παραγωγικό βήχα, σε περιπτώσεις που ο βήχας συνοδεύεται από βρογχικές εκκρίσεις η καταστολή του είναι προσβεβλημένος και θα πρέπει να δοθεί βάση στην αιτία πρόκλησης του. Η χρήση αντιβηχικών φαρμάκων δεν έχει αποδειχθεί ότι ενισχύει τη βελτίωση της υγείας των ασθενών με αναπνευστικά προβλήματα, και μάλιστα υπάρχει η υποψία ότι μπορεί να λειτουργήσουν καθώς επιβραδύνουν την απόχρωση των εκκρίσεων των ασθενών περιορίζοντας το βήχα του. Τα αντιβηχικά θα πρέπει να χορηγούνται με ιδιαίτερη προσοχή σε πάσχοντες. Τα πιο γνωστά είναι η κωδεΐνη και η κιτρική βουταμιράτη.

-Μυκολυτικά: Μπορούν να βοηθήσουν στην αραίωση της βλέννας στους αεραγωγούς, καθιστώντας πιο εύκολο το βήχα για την αποβολή του. Ένα παράδειγμα είναι η Ακετυλοκυστεΐνη.

-Ροφλουμιλάστη: Ανήκει στην κατηγορία των μη στερειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, ενώ η δραστική της ουσία είναι ικανή να καταπολεμήσει, με τους άλλους, και τις φλεγμονές που εμφανίζονται σε ασθενή με ΧΑΠ. Ο μηχανισμός δράσης είναι η αναστολή της PDE4 (σημαντικό ένζυμο για τον μεταβολισμό της κυκλικής μονοφωσφορικής αδενοσίνης (cAMP)). Η PDE4 βρίσκεται στα δομικά και φλεγμονώδη κύτταρα, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της ΧΑΠ. Μέσα από μελέτες έχει αποδειχθεί ότι μειώνει την εμφάνιση παροξύνσεων. Το εν λόγω αποτελεί ένα καινούριο φάρμακο στο Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων έδωσε άδεια κυκλοφορίας στις χώρες της ΕΕ σοβαρά τον Ιούλιο του 2010. ανοσολογικές παθήσεις (σκλήρυνση κατά πλάκας, ερυθηματώδη λύκο) και σε οξείες παθήσεις (καρδιακή ανεπάρκεια, καρκίνους). Τέλος, οι ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές θα πρέπει να ελεγχθούν εξονυχιστικά πριν τη χορήγηση του φαρμάκου. Η διάρροια, η απώλεια βάρους, και η ναυτία αποτελούν μερικές από τις παρενέργειές του.

-Μακρολίδες: Είναι γνωστό ότι τα μακρολίδια ασκούν αντιμικροβιακή και αντιφλεγμονώδη δράση, ενώ όταν διαφοροποιούνται οι δοσολογίες τους ασκούν και ανοσοτροποποιητική δράση. Η μακροχρόνια χορήγηση μακρολιδίων στη θεραπεία των σταθεροποιημένων βρογχεκτασίων έχει καταδειχθεί ότι βοηθάει στον περιορισμό των παροξύνσεων, την καταστροφή αποικιών από μικρόβια, και την αποτροπή εγκαταστάσεως νέων παθογόνων (ξενιστών). Ακόμη αξιοσημείωτη βελτίωση παρατηρείται στην ποιότητα ζωής των ασθενών και την επιβράδυνση της πτώσης της πνευματικής τους λειτουργίας. Κατά την GOLD παραμένει ο ασθενής να υποβληθεί σε καρδιαγγειακό έλεγχο (χρήση μακρολίδων συνεπάγεται παράταση του QT στο ηλεκτροκαρδιογράφημα). Οι πιο γνωστές μακρολίδες είναι οι: ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη (klaricid, claripen), ροξιθρομυκίνη (azuril), μιοκαμυκίνη( miocamen), αζιθρομυκίνη (zithromax),

-Α – αντιθριψίνη: Αφορά την περίπτωση εμφάνισης ΧΑΠ που οφείλεται σε γονιδιακούς παράγοντες (έλλειψη α – αντιθριψίνης, πρωτεΐνης που παράγεται από το ήπαρ) και προκαλεί βλάβες στους ιστούς του πνεύμονα. Η χορήγηση της γίνεται ενδοφλέβια και η εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο για λίγες μόνο ώρες είναι απαραίτητη. Η θεραπεία στοχεύει στην περιορισμένη εξέλιξη του εμφυσήματος, που εμφανίζουν οι συγκεκριμένοι ασθενείς, περιορίζοντας τον ρυθμό έκπτωσης της αναπνευστικής λειτουργίας.

Πηγές
Alifano, Μ., Cuvelier, A., Delage, A., Roche, N., Lamia, B., Molano, LC, Couderc, LJ., Marquette, CH. P., Devillier European Respiratory Review Mar (2010), 19 (115) 7-23; https://doi.org/10.1183/09059180.00008009
Jarab, AS, AlQudah, SG, Khdour, M. et al. Επίδραση της φαρμακευτικής περίθαλψης στα αποτελέσματα υγείας σε ασθενείς με ΧΑΠ. Int J Clin Pharm 34, 53–62 (2012). https://doi.org/10.1007/s11096-011-9585-z
Lakshmi, SP, Reddy, AT, & Reddy, RC (2017). Αναδυόμενες φαρμακευτικές θεραπείες για τη ΧΑΠ. International Journal of Chronic Obstructive Pulmonary Disease, 12, 2141-2156. https://doi.org/10.2147/COPD.S121416
Tommelein, E., Mehuys, E., Van Hees, T., Adriaens, E., Van Bortel, L., Christiaens, T., Van Tongelen, I. , Remon, J.-P., Boussery, K. and Brusselle, G. (2014), The PHARMACOP trial. Br J Clin Pharmacol, 77: 756-766. https://doi.org/10.1111/bcp.12242
Wu, P., Jiang, Yq., Si, Fl. et al. Η κατάσταση της φαρμακευτικής θεραπείας ασθενών με ΧΑΠ στην κοινότητα με βάση το ιατρικό Διαδίκτυο των Πραγμάτων: μια μελέτη πραγματικού κόσμου. npj Prim. Care Respir. Med. 34, 10 (2024). https://doi.org/10.1038/s41533-024-00371-0