ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ

Σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ασθενείς που ανήκουν στο τέταρτο (4) στάδιο της νόσου ΧΑΠ, εξετάζεται το ενδεχόμενο επεμβατικής θεραπείας κυρίως όταν έχουν εξαντληθεί οι πιθανές θεραπείες στις οποίες δεν ανταποκρίνονται καλά. Με τον όρο «χειρουργικές επεμβάσεις» στο ΧΑΠ, αναφερόμαστε σε πιο προηγμένες τεχνικές που στόχο έχουν τη βελτίωση της ποιότητας της αναπνοής, και ως επακόλουθο και της αντοχής των ασθενών που νοσούν.

Οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται με δύο τρόπους:

α) Είτε βρογχοσκοπικά από πνευμονολόγο.

β) Είτε με ανοιχτό χειρουργείο που αναλαμβάνει θωρακοχειρουργός.

Βρογχοσκοπική συσκευή:

Αυτή η τεχνική περιλαμβάνει την τοποθέτηση εργαλείων – εξοπλισμού στους αεραγωγούς της περιοχής των πνευμόνων που χρήζουν θεραπείας. Το πιο συχνό εργαλείο που τοποθετείται είναι οι ενδοβρογχικές βαλβίδες φτιαγμένες από σιλικόνη και κύριο στόχο έχουν τον περιορισμό του εμφυσήματος. Η τοποθέτηση πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση του βρογχοσκοπίου, αναίμακτα, κάνοντας τη διαδικασία πιο εύκολη και ασφαλή για τον ασθενή. Ο τρόπος που τοποθετούνται οι βαλβίδες είναι συγκεκριμένος, έχουν δηλαδή όλες οι βαλβίδες ίδια κατεύθυνση/φορά, πράγμα που επιτρέπει στον αέρα να εξέλθει από τις πάσχουσες περιοχές και αποκλείει την εισαγωγή νέου μέσα σε αυτές. Με αυτόν τον τρόπο η πάσχουσα περιοχή αδρανοποιείται αφήνοντας τις υπόλοιπες να ενεργήσουν και να αναπτυχθούν.  Η αναπνευστική λειτουργία του πνεύμονα αυξάνεται, τα αποτελέσματα είναι άμεσα και κυρίως η δύσπνοια των ασθενών είναι αυτή που περιορίζεται εμφανώς.

Χειρουργική μείωση όγκου πνεύμονα:

Κατά την επέμβαση αφαιρείται τμήμα του κατεστραμμένου ιστού του πνεύμονα και συνήθως πραγματοποιείται με σκοπό την αντιμετώπιση του εμφυσήματος τελικού σταδίου. Μια μελέτη του I. Y. Wan και των συνεργατών του (Wan et al., 2006) σε επιλεγμένες ομάδες ασθενών απέδειξε ότι βελτιώνει την επιβίωση ασθενών με νόσο των άνω λοβών και χαμηλό επίπεδο αντοχής στην άσκηση παρά την αυξημένη οικονομική επιβάρυνση που επιφέρει. Η χειρουργική αυτή μέθοδος προσφέρει σημαντικά οφέλη στον ασθενή, καθώς διατηρεί μόνο το λειτουργικό κομμάτι του πνεύμονα, βελτιώνοντας σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία του. Το πρόβλημα είναι ότι αυτού του είδους η θεραπεία συνοδεύεται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας και ειδικά σε ασθενείς όπου η FEV1 εμφανίζεται μικρότερη του 20% σε σχέση με αυτή ενός υγιή ανθρώπου, και ομοιόμορφη κατανομή του εμφυσήματος ή με διαχυτική ικανότητα των πνευμόνων DLCO μικρότερη του 20% του αναμενoμένου. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες παρενέργειες που προκαλεί αυτή η τεχνική είναι οι επίμονες διαρροές αέρα και οι καρδιαγγειακές επιπλοκές.

Μεταμόσχευση πνεύμονα:

Είναι η χειρουργική διαδικασία που ακολουθείται για την αφαίρεση από έναν ασθενή ενός ή δύο πνευμόνων που πάσχουν και η αντικατάσταση τους με έναν τουλάχιστον υγιή από άλλο άτομο. Τα μοσχεύματα των πνευμόνων προέρχονται είτε από νεκρούς δότες οργάνων, και το είδος της μεταμόσχευσης αυτής ονομάζεται «Πτωματική μεταμόσχευση», είτε από υγιείς, ενήλικες μη καπνιστές δότες που πολύ πιθανό να είναι σε θέση να δωρίσουν ένα μέρος (ένα λοβό) ή έναν από τους πνεύμονές τους. Αυτό το είδος της μεταμόσχευσης ονομάζεται «Ζώσα μεταμόσχευση» και τα άτομα που μπορούν να γίνουν δότες ενός μέρους του πνεύμονα μπορούν να ζήσουν υγιείς ζωές με τον υπόλοιπο ιστό των πνευμόνων.

Πότε συνιστάται μεταμόσχευση;

Η μεταμόσχευση πνεύμονα αποτελεί μονόδρομο όταν ένας ασθενής εμφανίζει σοβαρή δυσλειτουργία των πνευμόνων που δεν μπορεί να βελτιωθεί με τη μέγιστη ιατρική θεραπεία και παρουσιάζει μικρό προσδόκιμο ζωής χωρίς αυτή. Η διαδικασία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες από νεογέννητα έως ενήλικες, έως και τα 65 έτη, αλλά και σε πιο μεγάλες ηλικίες αναλόγως των αναγκών.

Ποιοι είναι οι παράγοντες Κίνδυνου από τη διαδικασία της μετατροπής;

Όπως με κάθε χειρουργική επιπλοκή, μπορεί να εμφανιστεί:

-Αιμορραγία
-Λοίμωξη
-Απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων στο νέο πνεύμονα (ων)
-Απόφραξη των αεραγωγών
-Σοβαρό πνευματικό οίδημα (υγρού στον πνεύμονα)
-Θρόμβοι στο αίμα

Διαδικασία

Ο κάθε υποψήφιος λήπτης μπαίνει στη λίστα αναμονής στο πρόγραμμα Μεταμόσχευσης Πνεύμονα. Υπάρχουν λίστες αναφορές για τους πτωματικούς δότες στον Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων που αφορούν στη χώρα μας (όπως ο ΕΟΜ) αλλά και αντίστοιχοι Διεθνείς Οργανισμοί (όπως η EUROTRANSPLANT). Φυσικά η επιλεξιμότητα του κάθε ασθενούς/λήπτη είναι μια δύσκολη και πολυπαραγοντική διαδικασία η οποία προϋποθέτει πολλές ενέργειες για την ολοκλήρωσή της. Η διαδικασία αξιολόγησης εκτελείται από μια ομάδα ειδικών στο χώρο, την λεγόμενη «Ομάδα μεταμόσχευσης». Η ομάδα αποτελείται από χειρουργούς μεταμόσχευσης, πνευμονολόγος μεταμόσχευσης (γιατρός που ειδικεύεται στη θεραπεία των πνευμόνων), έναν ή περισσότερους νοσηλευτές μεταμόσχευσης, αναισθησιολόγο, κοινωνικό λειτουργό και έναν ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Παράγοντες επιρροής στην επιλεξιμότητα του λήπτη αποτελούν ψυχολογικούς και κοινωνικούς δείκτες (άγχος, οικονομικά θέματα, καθώς και η υποστήριξη από την οικογένεια), αιματολογικές εξετάσεις (ενίσχυση μη απόρριψης μοσχεύματος), διαγνωστικές εξετάσεις (ακτινογραφίες, υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία βιοψία), παρασκευασμάτων (εμβόλια). Μόλις συγκεντρωθούν τα ανωτέρω, η ομάδα μετατροπής θα εξετάσει όλες τις πληροφορίες από τις συνεντεύξεις, το ιατρικό ιστορικό, τη φυσική εξέταση και τις διαγνωστικές εξετάσεις για να καταλήξει στον προσδιορισμό του ασθενούς ως υποψήφιου λήπτη για μεταμόσχευση. Όταν ο ασθενής επιλέγεται ως υποψήφιος μεταμόσχευσης, θα καταχωρηθεί στη λίστα αναμονής για μεταμόσχευση. Σε κάθε περίπτωση διαθέσιμο οργάνου προς μεταμόσχευση, οι υποψήφιοι αποδέκτες του επιλέγονται με βάση τον τύπο του αίματος, τη γεωγραφική τοποθεσία τη δεδομένη στιγμή (μεταξύ δότη και λήπτη), και η πνευμονική βαθμολογία που κατέχει έκαστος. Η βαθμολογία εκάστου υποψηφίου βασίζεται στο βαθμό ιατρικού επείγοντος και όχι στο χρονικό διάστημα στη λίστα αναμονής. Σε περίπτωση, ο ασθενής θα κληθεί να έρθει στο νοσοκομείο άμεσα, έτσι ώστε να μπορεί να προετοιμαστεί για τη μεταμόσχευση.

Επιπλοκές:

Ακόμη και όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεταμόσχευσης, υπάρχει ο κίνδυνος ο νέος πνεύμονας να απορριφθεί. Ως «απόρριψη» ορίζεται η αντίδραση του ίδιου του οργανισμού σε ένα ξένο αντικείμενο ή ιστό και θεωρείται φυσιολογική διαδικασία. Όταν ένας νέος εξωγενής ιστός μεταμοσχεύεται στο σώμα, το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά σε ό,τι αντιλαμβάνεται ως απειλή και επιτίθεται στο νέο όργανο, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η μεταμόσχευση είναι σωτήρια για αυτό. Για να μπορέσουμε λοιπόν να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιβίωσης του μεταμοσχευμένου στο σώμα, κρίνεται αναγκαία η χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων ώστε να ξεγελαστεί το ανοσοποιητικό σύστημα και να αποδεχθεί το μόσχευμα.

Αναφορές
Wan IY, Toma TP, Geddes DM, Snell G, Williams T, Venuta F, Yim AP. Βρογχοσκοπική μείωση όγκου πνεύμονα για εμφύσημα τελικού σταδίου: αναφορά στους πρώτους 98 ασθενείς. Στήθος. 2006 Mar;129(3):518-26. https://doi.org/10.1378/chest.129.3.518. PMID: 16537847.