Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), είναι μία δυνητικά σοβαρή κατάσταση η οποία πολλές φορές διαγιγνώσκεται αργά. Η διαχείριση της ΧΑΠ μπορεί ν΄ αυξήσει τις πιθανότητες να καταφέρουμε να επιβραδύνουμε την εξέλιξή της, όπως επίσης απαραίτητη είναι και η εκπαίδευση/επιμόρφωση του ασθενούς.
Η ΧΑΠ αποτελεί μια χρόνια αναπνευστική νόσο, βραδέως εξελισσόμενη, και επιφέρει μια διαταραχή στον αερισμό των πνευμόνων που δυστυχώς καθίσταται ελάχιστα, ή πολλές φορές και καθόλου, αναστρέψιμη. Προκαλείται είτε από την ανατομική αλλαγή (αναδιαμόρφωση) που οδηγεί σε μείωση της διαμέτρου των βρογχιολίων, είτε λόγο της καταστροφής των πνευμονικών κυψελίδων (εμφύσημα), που μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια και ποικίλλει ανάλογα με τους ασθενείς. Χωρίς αμφιβολία, επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής και προκαλεί πρόωρο θάνατο.
Κυριότερη αιτία ανάπτυξης της νόσου αποτελεί το κάπνισμα (ενεργό, παθητικό ή και ενδομήτριο) καθώς αντιπροσωπεύει περίπου το 90% των περιπτώσεων ΧΑΠ. Όμως αυτό δεν είναι η μόνη αιτία. Αναλυτική αναφορά ακολουθεί στην παράγραφο «Αίτια της ΧΑΠ».
Yπολογίζεται πως είναι υπεύθυνη για το 5% περίπου των θανάτων, ενώ ταυτοχρόνως αποτελεί και την 5η αιτία αναπηρίας.
'Οντας ένα σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας υγείας οδηγεί σε αυξανόμενες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Νεότερες εξελίξεις σχετικά με τη νόσο, τα στάδια αυτής, τους τρόπους πρόληψης, διάγνωσης και αντιμετώπισής της.
Ο επιπολασμός της κάθε νόσου, έτσι και εδώ, παρουσιάζει σημαντική διακύμανση λόγω της γεωγραφικής προσέγγισης και φυσικά λόγω των διαγνωστικών κριτηρίων. Εκτιμάται ωστόσο πως 384 εκατομμύρια άνθρωποι διαγνώστηκαν με τη νόσο ΧΑΠ το 2010 (παγκόσμιο ποσοστό επιπολασμού 12%). Η ασθένεια δεν κάνει διακρίσεις, και ενώ ξεκίνησε ως ασθένεια που αφορά κυρίως ανδρικό πληθυσμό, έχει καταφέρει να εντείνει την ανησυχία και στις γυναίκες. Η αύξηση εμφάνισής της ανάμεσα στον αναπτυσσόμενο κόσμο από της αρχές της δεκαετίας του 1970 έως και το 2000 εκτιμάται πως οφείλεται στα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά καπνίσματος στις συγκεκριμένες περιοχές. Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει τα ποσοστά αυτά είναι ο αυξανόμενος πληθυσμός που προκύπτει από τη μείωση των θανάτων από άλλες αιτίες που μέχρι τότε συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση αυτών των ποσοστών (μολυσματικές ασθένειες).
Σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι αποβιώνουν από τη νόσο ΧΑΠ κάθε έτος, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 5% του συνόλου των θανάτων παγκοσμίως, ενώ παρατηρούνται διακυμάνσεις στα ποσοστά ανάμεσα στα δύο φύλα. Επί παραδείγματι, σε ορισμένες χώρες, η θνησιμότητα έχει μειωθεί στους άνδρες ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει αύξηση στις γυναίκες. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι τα ποσοστά καπνίσματος σε γυναίκες και άνδρες γίνονται όλο και πιο παρόμοια. Υψηλότερο ποσοστό ΧΑΠ εντοπίζεται σε άτομα άνω των 40 ετών και αυτό αυξάνεται με το πέρας της ηλικίας, με κορύφωση του ποσοστού να φανερώνεται σε άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, 3 εκατομμύρια άνθρωποι αναφέρεται ότι έχουν προσβληθεί από την νόσο ΧΑΠ ενώ 2 εκατομμύρια από αυτά δεν το γνωρίζουν. Κατά μέσο όρο, ο αριθμός των θανάτων που σχετίζονται με τη ΧΑΠ μεταξύ 2007 και 2016 ήταν 28.600, ενώ περίπου το 15% εξ αυτών, που αντιστοιχεί σε περίπου 4.000 άτομα, είναι ο εκτιμώμενος αριθμός θανάτων λόγω επαγγελματικών συνθηκών εργασίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2018 σχεδόν 15,7 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν διαγνωστεί με ΧΑΠ και εκτιμάται ότι εκατομμύρια ακόμη δεν έχουν διαγνωστεί. Το 2011, υπήρξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου 730.000 νοσηλείες για ΧΑΠ.
Στη χώρα μας, πάνω από 50% των ενηλίκων είναι καπνιστές. Μελέτη της Πνευμονολογικής Εταιρείας, έδειξε ότι 800.000 Έλληνες πάσχουν από τη νόσο, με τους μισούς από αυτούς να μην το γνωρίζουν
Τέλος η ΧΑΠ κατά το έτος 2019 ήταν η τρίτη κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως (μετά τα καρδιαγγειακά και τα εγκεφαλικά επεισόδια). Σε χώρες χαμηλού εισοδήματος η ΧΑΠ δεν εμφανίζεται στις δέκα πρώτες αιτίες θανάτου ενώ σε άλλες εισοδηματικές ομάδες βρίσκεται στις πρώτες πέντε. Ωστόσο, είναι γνωστό πως σχεδόν το 90% των θανάτων από ΧΑΠ συμβαίνουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.